- πολυόλβιος
- -ον, ΜΑευδαίμων, πολύ ευτυχισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὄλβιος «πλούσιος, ευδαίμων, μακάριος» (πρβλ. τρισ-όλβιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυολβίου — πολυόλβιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόλβιε — πολυόλβιος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)